Ισθμιονίκης — Ἰσθμιονίκης και Ἰσθμιόνικος, ὁ (Α) 1. ο νικητής στους Ισθμιακούς αγώνες, στα Ίσθμια 2. στον πληθ. Ἰσθμιονῑκαι και Ἰσθμιόνικοι τίτλος ενός βιβλίου τών ωδών τού Πινδάρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἴσθμια + νίκης (< νίκη), πρβλ. Ολυμπιο νίκης, Πυθιο νίκης] … Dictionary of Greek
Ἰσθμιονίκης — conqueror in the Isthmian games masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισθμιονίκης — ο ο νικητής στους αγώνες των Ισθμίων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἰσθμιονικῶν — Ἰσθμιονίκης conqueror in the Isthmian games masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσθμιονίκαις — Ἰσθμιονίκης conqueror in the Isthmian games masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσθμιονίκην — Ἰσθμιονίκης conqueror in the Isthmian games masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσθμιονίκῃ — Ἰσθμιονίκης conqueror in the Isthmian games masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσθμιονίκαν — Ἰσθμιονίκᾱν , Ἰσθμιονίκης conqueror in the Isthmian games masc acc sg (epic doric aeolic) Ἰσθμιονίκης conqueror in the Isthmian games masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσθμιονίκας — Ἰσθμιονίκᾱς , Ἰσθμιονίκης conqueror in the Isthmian games masc acc pl Ἰσθμιονίκᾱς , Ἰσθμιονίκης conqueror in the Isthmian games masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίας — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Ιερέας των Ελευσίνιων μυστηρίων (6ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Φαινίππου και πατέρας του Ιππονίκου. Καταγόταν από μία από τις πιο αριστοκρατικές αθηναϊκές οικογένειες, η οποία κατείχε με κληρονομικό… … Dictionary of Greek
καλλιάς — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Ιερέας των Ελευσίνιων μυστηρίων (6ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Φαινίππου και πατέρας του Ιππονίκου. Καταγόταν από μία από τις πιο αριστοκρατικές αθηναϊκές οικογένειες, η οποία κατείχε με κληρονομικό… … Dictionary of Greek